- γαμπάς
- (I)οπανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαbαn (πρβλ. ιταλ. gabbano «φαρδύ πανωφόρι ή φόρεμα»)].————————(II)ο (θηλ. γαμπαρού, η)αυτός που έχει χοντρές γάμπες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καμπάς — καμπάς, ὁ (Μ) πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού γαμπάς*] … Dictionary of Greek